- τλώ
- -άω, Α1. (σχετικά με κόπους, δυσχέρειες, ταλαιπωρίες) υφίσταμαι, υποφέρω, υπομένω2. απόλ. βαστάζω, κρατώ, αντέχω («τέτλαθι δή, κραδίη», Ομ. Οδ.)3. (με απρμφ.) τολμώ να κάνω κάτι («οὔτε λόχονδ' ἰέναι τέτληκας θυμῷ», Ομ. Ιλ.)4. (με καλή ή κακή σημ.) αναγκάζομαι να κάνω κάτι αντίθετο με τα αισθήματα ή τις διαθέσεις μου5. έχω το θάρρος, την αυθάδεια, τη σκληρότητα ή την ευχαρίστηση, την ευσπλαχνία, την υπομονή να κάνω κάτι («μὴ τλῇς με προδοῡναι», Ευρ.)6. δέχομαι αναγκαστικά («ἔτλα... φῶς ἀλλάξαι», Σοφ.)7. έχω τη δύναμη, μπορώ να κάνω κάτι («πῶς ἔτλης σὰς ὄψεις μαρᾱναι;», Σοφ.)8. φρ. «τετληότι θυμῷ» — με υπομονή, με καρτερία (Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μαρτυρείται στον αόρ. ἔ-τλη-ν / ἔ-τλα-ν (σχηματισμένο πιθ. κατά το ἔστην), στον μέλλ. τλή-σομαι και στους παρακμ. τέτληκα και τέτλᾰμεν (μτχ. τετληώς). Μαρτυρείται επίσης ο επικ. τ. σιγματικού αορ. ταλά-σσαι / τελά-σσαι. Όλο το προηγούμενο ρηματικό σύστημα ανάγεται στη ρίζα *tel- / *telā- «σηκώνω, ζυγίζω, μεταφέρω» και μτφ. «υπομένω, υποφέρω» για τον σχηματισμό τών τ. και τις συνδέσεις βλ. λ. τάλας)].
Dictionary of Greek. 2013.